προσωπίς

προσωπίς
(I)
-ίδος, ἡ, ΜΑ
βλ. προσωπίδα.
————————
(II)
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας μιμοζίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανότατα αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. prosopis (< πρόσωπο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προσωπίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωπίδα — προσωπίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωπίδος — προσωπίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ASPECTUS — apud Publium Syrium, Grave est malum omne, quod sub aspectu latet. Pro persona est: quae Graecis προσώπη, et προσωπὶς, et πρόσοψις et πρόσωπον dicta; Recentiori aevô προσωπεῖον. Vetustissimi enim Graeci πρόσωπον non dixerunt aliud quid, quam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PERSONA — I. PERSONA Graecis πρόσωπον, apud horum vetustissimos, non ἀξίωμα vel ἀξιωματικὸν, dignitatem, vel bominem in dignitate constitutum, signi ficavit, ut quidem voluit Ios. Scaliger, qui Decanos Astrorum πρόσωπα propterea dictos contendit; Sed… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προσωπίδα — η / προσωπίς, ίδος, ΝΑ το προσωπείο νεοελλ. 1. ομοίωμα τής μορφής ανθρώπου ή ζώου από χαρτόνι, ύφασμα ή άλλη ύλη 2. τεχνολ. προστατευτικό κάλυμμα τού προσώπου ή και όλης τής κεφαλής, το οποίο χρησιμοποιούν οι τεχνίτες διαφόρων επαγγελμάτων, όπως… …   Dictionary of Greek

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”